Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2009

Παλέτα Ι

Ένας μηχανικός - όχι από μηχανής - θεός άπλωσε τα χέρια του κι άγγιξε τα θρύμματα, τα ροκανίδια και τις στάχτες. Γι' αυτό οι λέξεις που δε γράφω είναι οι πιο θαρραλέες. Αυτές που διαλέγουν να κρυφτούν κι όχι να τρέξουν, βιαστικές σε μια ανούσια προβολή. Τεθλασμένες γραμμές που παρακινούν ποτάμια να θρηνούν ζηλεύοντας και κλεμμένες - όχι κλαμμένες - παρθένες να μαζεύουν ακόμα άνθη απ΄τους αγρούς. Φορώντας μεσοφόρια σαν μεσημέρι αυγούστου. Με τριζόνια... Να τρίζουνε. Μετρήσανε γιατί τρυγούσανε, τριγύρω από τρώγλες και τραγουδούσανε. Σαν αφρικανικά τραγούδια ακουγόντουσαν και σπάζαν τη σιωπή. Ύμνοι αλλόκοτοι κι αλλοπρόσαλλοι. Αμέριμνοι, σαν μνήμη που η λήθη δεν την άγγιξε, κοιμήθηκε νωρίς.
Και γέφυρες. Που στέκονται σ'ένα κενό και σέρνονται. Και σέρνουνε μαζί τους σύρματα κι αλλοτινά μηνύματα. Να κρύβανε σε μνήματα να μην τα βρει κανείς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

...Και έκανε κρύο ξανά...
Ολούθε τριγυρνούσαν μικρά ξωτικά
που όλο και κάναν ζημιές.
Και μύριζαν τα δάκρυα μιας σκόνης